- ἱδρώων
- ἱ̱δρώων , ἱδρόωsweatpres part act masc nom sg (epic)ἱδρῶαheat-spotsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεγχρίας — ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ) νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με κεχρί 2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί 3. φρ.… … Dictionary of Greek